- φραντζόλα
- η(λ. τουρκ.), άσπρο αφράτο ψωμί σε στενόμακρο σχήμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φραντζόλα — και φρατζόλα, η, Ν ψωμί με στενόμακρο σχήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. francala] … Dictionary of Greek
φραντζολάκι — το, Ν [φραντζόλα] υποκορ. μικρή φραντζόλα … Dictionary of Greek
φραντζολίτσα — η, Ν [φραντζόλα] υποκορ. μικρή φραντζόλα, φραντζολάκι … Dictionary of Greek
παζαρίτης — και παζαριώτης, ο 1. άνθρωπος τού παζαριού, τής αγοράς, έμπορος 2. ονομασία τών αστών τής Αθήνας στην τουρκοκρατία 3. η φραντζόλα, επειδή πωλείται στο παζάρι, στην αγορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παζάρι + κατάλ. ίτης] … Dictionary of Greek
αφράτος — η, ο 1. άσπρος και απαλός σαν αφρός, φουσκωτός, απαλός: Ζήτησε να του δώσουν μια αφράτη φραντζόλα. 2. παχουλός κι άσπρος: Η κυρία είχε ένα πολύ αφράτο χέρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)